Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προαποπνίγω
προαπόπτωτος
προαπορέω-ῶ
προαπόπτωτος,
ος, ον,
qui est tombé avant le temps,
Th.
H.P.
3, 3, 8
.
Étym.
προαποπίπτω
.