προϐασιλεύω

πρόϐασις

προϐασκαίνω
πρόϐασις, εως () []
1 action de marcher avant ou devant, Gal. 19, 373 ||
2 fortune consistant en troupeaux, Od. 2, 75 ; cf. πρόϐατον.
Étym. προϐαίνω.