πρόϐασις

προϐασκαίνω

προϐασκάνιον
προ·ϐασκαίνω (f. ανῶ, ao. προεϐάσκηνα) porter envie auparavant, d’où : πρ. τινί τινος, Lib. 4, 216, refuser d’avance qqe ch. à qqn.