προϐατεία

προϐάτειος

προϐατεύς
προϐάτειος, α, ον [] de brebis, Arstt. H.A. 3, 20, 12 ; Sext. P. 3, 223 ; subst. τὸ προϐάτειον, Diosc. Noth. 2, 153, autre n. de la plante ἀρνόγλωσσον.
Étym. πρόϐατον.