προϐιϐασμός

προϐιϐάω-ῶ

προϐίϐημι
προ·ϐιϐάω-ῶ (seul. part. prés.) [] c. προϐαίνω, dat. προϐιϐῶντι, Il. 13, 807 ; 16, 609 ; acc. προϐιϐῶντα, Od. 15, 555.