προϐιϐάω-ῶ

προϐίϐημι

προϐιϐρώσκω
προ·ϐίϐημι (seul. part. prés. épq. προϐιϐάς) [ϐῐ] c. προϐαίνω, Il. 13, 18, 158 ; Od. 17, 27.