προδιευκρινέω-ῶ

προδιηγέομαι-οῦμαι

προδιήγησις
προ·διηγέομαι-οῦμαι, exposer auparavant, Hdt. 4, 145 ; Dém. 1345, 10 ||
E Pf. au sens pass. Hpc. Aër. 289.