προδιηγέομαι-οῦμαι

προδιήγησις

προδιηθέω-ῶ
προδιήγησις, εως () préambule d’une narration, Eschn. 16, 30 ; Arstt. Rhet. 3, 13, 5.
Étym. προδιηγέομαι.