προεισελαύνω

προεισέρχομαι

προεισευπορέω-ῶ
προ·εισέρχομαι (ao. 2 -ῆλθον, etc.) entrer auparavant ou le premier, avec εἰς et l’acc. Dém. 840, 5 ; DS. 16, 94.