προεισέρχομαι

προεισευπορέω-ῶ

προεισκρίνομαι
προ·εισευπορέω-ῶ (f. ήσω, ao. προεισευπόρησα) donner de préférence ou auparavant, rég. ind. au gén. DH. Is. 5 ; cf. Is. fr. 2, 2 vulg. προσ-.