προεπιγιγνώσκω

προεπιδείκνυμι

προεπίδεσμος
προ·επιδείκνυμι :
1 montrer auparavant, Isocr. 29 ||
2 faire montre de : τί τινι, DC. de qqe ch. à qqn ||
Moy. c. à l’act. 1, Phil. 1, 551.