προεπιϐρέχω

προεπιγιγνώσκω

προεπιδείκνυμι
προ·επιγιγνώσκω (f. -επιγνώσομαι, ao. 2 -επέγνων, etc.) apprendre ou connaître d’avance, Sext. P. 2, 119, 210 ; 3, 22.