προκατάληψις

προκαταλλάσσω

προκαταλύω
προ·καταλλάσσω :
1 faire rentrer en grâce, d’où au pass. rentrer en grâce, DC. 3, p. 362 Sturz ||
2 fixer d’avance : προκατηλλαγμένος χρόνος, Clém. 184, temps fixé d’avance.