προκαταλήγω

προκατάληψις

προκαταλλάσσω
προκατάληψις, εως ()
1 préoccupation ou anticipation, t. de rhét. Arstt. Rhet. Al. 7, 3, etc. ||
2 action de saisir ou de comprendre d’avance, Plut. M. 968a.
Étym. προκαταλαμϐάνω.