Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προκατάρχω
προκατασκέπτομαι
προκατασκευάζω
*προ·κατασκέπτομαι
(
f.
-σκέψομαι
) explorer d’avance,
acc.
DH.
11, 26 ;
Arr.
An.
1, 13, 1
.