προκατασκέπτομαι

προκατασκευάζω

προκατασκευαστικός
προ·κατασκευάζω, préparer d’avance ou auparavant, acc. Xén. Cyr. 3, 1, 19 ; Pol. 1, 21, 3 ; DS. 15, 47 ; DC. 46, 38, etc. ||
Moy. préparer d’avance, acc. Pol. 4, 32, 7, etc.