προκατασκευαστικός

προκατασκευή

προκατασκιρρόω-ῶ
προ·κατασκευή, ῆς ()
1 préparatif, Pol. 9, 20, 7 ; Jos. B.J. 2, 21, 3 ||
2 t. de rhét. exposition d’un sujet, préambule, Pol. 1, 3, 10, etc.