προκατασκευή

προκατασκιρρόω-ῶ

προκατάστασις
προ·κατασκιρρόω-ῶ, endurcir auparavant ; part. pf. pass. προκατεσκιρρωμένος, η, ον, endurci, fig. Spt. 3 Macc. 4, 1.