Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προκατασκευή
προκατασκιρρόω-ῶ
προκατάστασις
προ·κατασκιρρόω-ῶ,
endurcir auparavant ;
part. pf. pass.
προκατεσκιρρωμένος, η, ον,
endurci,
fig.
Spt.
3 Macc.
4, 1
.