Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πρόλαλος
προλαμϐανόντως
προλαμϐάνω
προλαμϐανόντως
[
ᾰ
]
adv.
d’avance,
DC.
fr. Vat.
p. 187
.
Étym.
προλαμϐάνω
.