προμνηστῖνοι

προμνήστρια

προμνηστρίς
προμνήστρια, ας () entremetteuse, Ar. Nub. 41, etc. ; en b. part, Plat. Theæt. 149d ; fig. Eur. Hipp. 589.
Étym. προμνάομαι.