προμηθής

προμηθία

προμηθικῶς
προμηθία, ας () c. προμήθεια, Eschl. Suppl. 177 ; Soph. El. 990, etc. ; Eur. Hec. 795 ; Thc. 4, 62, etc. ||
E Ion. -ίη, Hdt. 1, 88, etc.
Étym. προμηθής.