Πρόμηθις

προμηθῶς

προμήκης
προμηθῶς, adv. prudemment, Gal. 4, 411 ||
Cp. προμηθέστερον, Jos. B.J. 1, 19, 2 ; sup. προμηθέστατα, Hdn 3, 2, 7.
Étym. προμηθής.