προοιμιακός

προοιμιαστέον

προοίμιον
προοιμιαστέον, vb. de προοιμιάζομαι, DH. Rhet. 2, 8 ||
E Par contr. att. φροιμιαστέον, Arstt. Rhet. Al. 36, 1 ; 38, 2.