προπεφραδμένος

προπήγνυμι

προπηδάω-ῶ
προ·πήγνυμι, rendre compact auparavant, d’où part. pf. au sens intr. προπεπηγώς, υῖα, ός, figé ou congelé auparavant, Diosc. 3, 92.