Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστικῶς
προπηλακισμός,
οῦ
(
ὁ
) [
ᾰ
]
c. le préc.
Hdt.
6, 73 ;
Dém.
229, 9 ;
Eschn.
90, 22 ;
au pl.
Plat.
Leg.
855
b
,
etc.