Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλάκισις,
εως
(
ἡ
) [
ᾰκῐ
] insulte, outrage,
Plat.
Rsp.
329
b
.
Étym.
προπηλακίζω
.