πρός

προσάϐϐατος

προσαγάλλω
προ·σάϐϐατος, ος, ον [ϐᾰ] qui précède le sabbat, Nonn. Jo. 19, 14 ; τὸ προσάϐϐατον, NT. Marc. 15, 42, la veille du sabbat.
Étym. προ, σάϐϐατον.