πρόσχημα

προσχηματισμός

Πρόσχιον
προσχηματισμός, οῦ () [] allongement d’un mot au moyen d’une syllabe comme dans ἐγώνη, τουτονί, Triphiod. 19 ; Drac. 160, 11 ; Arcad. 8, 18 ; Rhét. 3, 367 W.
Étym. πρόσχημα.