προσεταιρέομαι-οῦμαι

προσεταιρίζομαι

προσεταιριστὸς ὁπλίτης
προσ·εταιρίζομαι :
1 tr. prendre pour compagnon : τινα, Hdt. 3, 70 ; 5, 66 ; Luc. Philopatr. 9, qqn ||
2 intr. se faire le compagnon de : τινι, Plat. Ax. 369b, de qqn.
Étym. π. ἑταιρίζω.