προσεταιρίζομαι

προσεταιριστὸς ὁπλίτης

προσέτι
προσεταιριστὸς ὁπλίτης () Thc. 8, 100, ou subst. ὁ προσεταιριστός, DC. 42, 51, hoplite ou soldat volontairement engagé comme auxiliaire.
Étym. vb. de προσεταιρίζομαι.