προσικνέομαι-οῦμαι

προσίκτωρ

προσίνομαι
προσίκτωρ, ορος ()
1 act. qui s’approche comme suppliant, Eschl. Eum. 441 ||
2 pass. vers qui on vient comme suppliant, Eschl. Eum. 120.
Étym. προσικνέομαι.