πρόσκοψις

πρόσκρανον

προσκρέμαμαι
*πρόσ·κρανον, dor. ποτί·κρανον, ου (τὸ) [] oreiller, Thcr. Idyl. 15, 3.
Étym. πρός, *κρᾶνον.