προσοιμώζω

πρόσοισμα

προσοιστέος
πρόσοισμα, ατος (τὸ) ce qu’on porte à sa bouche, nourriture, aliment, Hpc. 421, 51 ; 422, 20.
Étym. προσοίσομαι, v. προσφέρω.