προσομίλησις

προσομιλητικός

προσομιλία
προσομιλητικός, ή, όν [μῑ] qui concerne la vie en société : ἡ προσομιλητική (s. e. τέχνη) l’art de vivre en société, Plat. Soph. 222c.
Étym. προσομιλέω.