προσπαραινέω-ῶ

προσπαραιρέομαι-οῦμαι

προσπαρακαλέω-ῶ
προσ·παραιρέομαι-οῦμαι (f. -παραιρήσομαι, ao. 2 -παρειλόμην, etc.) enlever en outre ou encore, DC. 46, 40.