προσφιλοτεχνέω-ῶ

προσφιλοτιμέομαι-οῦμαι

προσφιλῶς
προσ·φιλοτιμέομαι-οῦμαι [ῐῑ] s’appliquer avec amour-propre ou émulation à, dat. El. V.H. 9, 9.