προσποιητικός

προσποιητός

προσποιητῶς
προσποιητός, ή, όν ou προσποίητος, ος, ον, feint, simulé, Plat. Lys. 222a ; Dém. 1334 fin ; Arstt. Virt. et vit. 7, 2 ; adv. προσποιητά, Babr. 103, 5 ; 106, 17, par feinte ||
E προσποίητος, ος, ον, Din. 110, 34.
Étym. vb. de προσποιέω.