προσποιήσοφος

προσποιητικός

προσποιητός
προσποιητικός, ή, όν, qui s’attribue, qui s’arroge, qui affecte, gén. Plat. Def. 416a ; Arstt. Nic. 3, 7, 8.
Étym. προσποιέω.