προσσυκοφαντέω-ῶ

προσσυλλαμϐάνομαι

προσσυμϐάλλομαι
προσ·συλλαμϐάνομαι, anc. att. προσ·ξυλλαμϐάνομαι, contribuer en outre à, gén. Thc. 3, 36 ; DC. 43, 47.