προσσυλλαμϐάνομαι

προσσυμϐάλλομαι

προσσυμπλέκω
*προσ·συμϐάλλομαι, ion. προσ·ξυμϐάλλομαι, contribuer en outre à, avec πρός et l’acc. Hpc. Art. 797 ; abs. Hpc. Fract. 769.