προστυγχάνω

πρόστυλος

προστυπής
πρό·στυλος, ος, ον [] garni de colonnes par devant : ὁ πρ. (s. e. δόμος) Vitr. 3, 2, 1, prostyle ou portique formé par des colonnes.
Étym. π. στῦλος.