προσημερόω-ῶ

προσήνεια

προσήνεμος
προσήνεια, ας () douceur, bonté, Hpc. Acut. 387 ; Sext. M. 1, 194 ||
E Ion. προσηνείη, Hpc. l. c.
Étym. προσηνής.