προσήνεια

προσήνεμος

προσηνής
προσ·ήνεμος, ος, ον, exposé au vent, Arstt. H.A. 9, 16, 1 ; etc. ; p. opp. à ὑπήνεμος, Xén. Œc. 18, 6 ; joint à εὔπνοος, Th. C.P. 2, 9, 1, etc.
Étym. π. ἄνεμος.