προσωποληπτέω-ῶ

προσωπολήπτης

προσωποληψία
προσωπο·λήπτης, ου, adj. m. qui a égard aux personnes, partial, NT. Ap. 10, 34 ; Chrys. 1, 137 Migne.
Étym. πρόσωπον, λαμϐάνω.