προθύμως

προθύραιος

προθυρίδιος
προθύραιος, α, ον [] qui est devant la porte, ép. d’Artémis, Orph. H. 1, 4 ; τὰ προθύραια, Hh. Merc. 384, le vestibule.
Étym. πρόθυρον.