προτροπάδην

προτροπή

πρότροπος οἶνος
προτροπή, ῆς ()
1 excitation, encouragement, T. Locr. 193e ; p. opp. à ἀποτροπή, Arstt. Rhet. 1, 3, 3 ; Plat. Leg. 920b, etc. ||
2 impulsion, Arr. An. 5, 28.
Étym. προτρέπω.