πρηστηροκράτωρ

πρηστικός

πρῆστις
πρηστικός, ή, όν, qui a la propriété de brûler, d’enflammer, p. suite de faire gonfler, Gal. Lex. Hipp. 19, 132, au sup. -ώτατος.
Étym. πίμπρημι.