πρωτοϐαθρέω-ῶ

πρωτόϐαθρος

πρωτοϐολέω-ῶ
πρωτό·ϐαθρος, ος, ον [] qui siège au premier rang, Phérécr. (Com. fr. 2, 356).
Étym. π. βάθρον.