πρωτοσπόρος

πρωτόσπορος

πρωτόστακτος
πρωτό·σπορος, ος, ον, semé, c. à d. créé le premier, Hermipp. (Ath. 451f); Anth. 1, 19 ; Nonn. D. 9, 142, etc.
Étym. πρ. σπείρω.