πρωτόσπορος

πρωτόστακτος

πρωτοστάσιον
πρωτό·στακτος, ος, ον, qui distille le premier ou pour la première fois ; πρ. κονία, P. Eg. 7 ; ou subst. τὸ πρωτόστακτον, A. Tr. 2, 162, première lessive.
Étym. πρ. vb. de στάζω.